Β' ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ

Η κήρυξη του πολέμου όπως αποτεπώνεται από το εξώφυλλο της εφημερίδας

Τον Μάιο του 1913 η Ελλάδα και η Σερβία υπογράφουν συνθήκη συμμαχίας εξαιτίας της επιθετικής συμπεριφοράς της Βουλγαρίας. Αιτία του πολέμου ήταν η διαφωνία των συμμάχων σχετικά με τη διανομή των καταληφθέντων εδαφών, πράγμα που δεν είχε προσυμφωνηθεί λόγω αμοιβαίας υποεκτίμησης. Πιο συγκεκριμένα, η Βουλγαρία δεν αναγνώριζε την ελληνική κατοχή της Θεσσαλονίκης και η Σερβία δε δεχόταν να παραχωρήσει εδάφη που είχε καταλάβει στη Βουλγαρία, όπως θα έπρεπε, σύμφωνα με τη σερβοβουλγαρική συνθήκη. Αυτή τους την άρνηση οι Σέρβοι τη δικαιολογούσαν στο ότι δεν είχε εκπληρωθεί η προϋπόθεση της συνθήκης πως η Σερβία θα έπαιρνε έξοδο προς την Αδριατική. Τον Ιούνιο άρχισαν οι πολεμικές επιχειρήσεις. Στον πόλεμο αυτό αρχηγός των στρατευμάτων μας ήταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και επιτελάρχης ο συνταγματάρχης Δούσμανης. Οι Ελληνικές επιχειρήσεις, αφού εκκαθαρίστηκε η Θεσσαλονίκη από την εκεί βουλγαρική δύναμη, άρχισαν να επεκτείνονται και προς την περιοχή του Κιλκίς Λαχανά, όπου ο ελληνικός στρατός, στις 19 και 23 Ιουνίου, πέτυχε σημαντικές νίκες. Ακολούθησαν οι ελληνικές νικηφόρες αλλά αιματηρές, μάχες του Καλίνοβου και της Δοϊράνης (19 - 22 Ιουνίου). Νέες επιτυχίες του στρατού μας οδήγησαν στην κατάληψη της Δράμας, των Σερρών, της Καβάλας και της Ξάνθης. Στη συνέχεια οι Βούλγαροι υποχώρησαν στα στενά της Κρέσνας, τα οποία κατέλαβε ο ελληνικός στρατός στις 11 Ιουλίου. Ακολούθησαν η προέλαση του ελληνικού στρατού και οι σκληρές αλλά νικηφόρες μάχες της Τζουμαγιάς και του Μετσόβου (12 - 15 Ιουλίου). Παράλληλα με τις επιτυχίες του στρατού στη στεριά, ο ελληνικός στόλος κατέλαβε την Καβάλα και την Αλεξανδρούπολη, ενώ ταυτόχρονα απελευθερώνονταν η Ξάνθη και η Κομοτηνή. Ο σερβικός στρατός περιορίστηκε στη συγκράτηση των Βουλγάρων και παρά τη μεγάλη νίκη που πέτυχε στη μάχη του Μπρεγγαλνίτσα (17 - 26.Ιουνίου), δεν αξιοποίησε την επιτυχία του αυτή ώστε να στραφεί εναντίον της Σόφιας, αλλά προέλασε στα βόρεια, δίνοντας έτσι στους Βουλγάρους την ευκαιρία να ανασυνταχτούν. Στο μεταξύ η Ρουμανία, για να επωφεληθεί, κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Πρωσίας των "Βαλκανίων" (27 Ιουνίου) και τα στρατεύματά της προέλασαν μέχρι 33 χλμ. από τη Σόφια. Επίσης στον πόλεμο εισήλθε και η Τουρκία και ο τουρκικός στρατός, χωρίς να συναντήσει βουλγαρική αντίσταση, κατέλαβε την Αδριανούπολη (9 Ιουλίου). Ο Β' Βαλκανικός πόλεμος έληξε τον Ιούλιο του 1913 με την υπογραφή της "Συνθήκης του Βουκουρεστίου". Σύμφωνα με την συνθήκη αυτή τα ελληνικά σύνορα επεκτάθηκαν μέχρι το Νέστο, ενώ η Βουλγαρία διατήρησε τη Δυτική Θράκη. Λίγους μήνες αργότερα υπογράφηκε ξεχωριστή συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στην Τουρκία και στη Βουλγαρία, με την οποία ρυθμίστηκαν οι διαφορές μεταξύ των δύο κρατών.

 

ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΣΥΜΜΑΧΩΝ-ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ ΚΑΤΑ

ΤΟΝ Β΄ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ:

 

ΣΥΜΜΑΧΟΙ

Σερβία

Οι Σέρβοι παράταξαν στον πόλεμο 260.000 πεζούς, 3.000 ιππείς και 500 πυροβόλα. αρχηγός του σερβικού στρατού ήταν ο βασιλιάς Πέτρος με επιτελάρχη τον Πούτνικ.

Ελλάδα

Ο ελληνικός στρατός αριθμούσε 100.000 πεζούς, 1.000 ιππείς και 180 πυροβόλα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο πλευρό των Σέρβων και των Ελλήνων πολέμησε και μία μεραρχία του Μαυροβουνίου.

 

ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ

Οι Βούλγαροι αντιπαράταξαν 350.000 πεζούς, 5.000 ιππείς και 720 πυροβόλα.

 

Αναλυτικά:

 

Από αριστερά: αρχηγός επιτελείου, Βίκτωρ Δούσμανης, Βασιλεύς Κωνσταντίνος, πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος. Ο Ιωάννης Μεταξάς, ως αντισυνταγματάρχης Μηχανικού, φαίνεται δεύτερος από δεξιά. Η στάση των συντηρητικών συμβούλων του Κωνσταντινου ερχόταν σε σύγκρουση με την φιλοπροοδευτική πολιτική του πρωθυπουργού Βενιζέλου καθορίζοντας τις εξελίξεις.

Η κατάσταση στα Βαλκάνια και η στρατιωτική προπαρασκευή

Ο Β' Βαλκανικός πόλεμος επήλθε ως ένα αναμενόμενο, προετοιμαζόμενο και επιτακτικό γεγονός. Καταρχάς αποτελούσε τον μόνο τρόπο διαχωρισμού εδαφών, τα οποία δεν διασαφήνιζαν οι προηγούμενες συμμαχικές συμφωνίες των υπόδουλων κρατών κατά των Οθωμανών. Με τις εθνικιστικές ιδεολογίες του αλυτρωτισμού από τη μια πλευρά και της "Μεγάλης Βουλγαρίας" από την άλλη να έχουν τεράστια απήχηση στα αντιμαχόμενα έθνη, καθένα απ' αυτά διατηρούσε τις δικές του μαξιμαλιστικές επί το πλείστον εκτιμήσεις για τις δυνατότητές του και τις δικές του επεκτατικές επιδιώξεις. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι πριν ακόμα την λήξη του πρώτου νικηφόρου πολέμου ενάντιον της γηρασμένης πολιτικά Τουρκίας, οι στρατιωτικές ηγεσίες σχεδίαζαν τις επόμενες συμφέρουσες για κάθε κράτος κινήσεις. Βέβαια ο διαφαινόμενος πόλεμος θα 'ρχόταν ακόμα να διασαφηνίσει τους καρπούς της προσεταιριστικής προσπάθειας των αντίπαλων πολιτικών συμφερόντων πάνω σε μια ευαίθητη σε θέματα εθνικής και θρησκευτικής ταυτότητας Μακεδονία, μιας προσπάθειας που είχε ξεκινήσει σε διπλωματικό επίπεδο πολύ νωρίτερα. Έτσι ο δεύτερος βαλκανικός πόλεμος αποτελούσε επίσης προέκταση της αντιμαχίας ανάμεσα στους έλληνες οπλισμένους και τους κομιτατζήδες αλλά και της ελληνικής ορθόδοξης εκκλησίας και της Εξαρχίας. Η διαχρονική βέβαια εχθρότητα μεταξύ Ελλήνων και των βόρειων Βαλκανικών φύλων, σχετικά και με τα δικαιώματα της πρόσβασης στη θάλασσα, Αδριατική και Ιόνιο και Αιγαίο Πέλαγος, ήταν μια ακόμα αιτία προστριβών. Αυτές τις αντιπαλότητες ενέτειναν ακόμα όμως και οι ξένοι ευρωπαϊκοί δάκτυλοι, με τα εκάστοτε συμφέροντα της Αυστροουγγαρίας, της Γερμανίας, της Πύλης και των χωρών της μετέπειτα Αντάντ να ευνοούν τις εξελίξεις, ανάλογα και με την πολιτική της ομαλότητας δυνάμεων και της εθνικής αυτοδιάθεσης που επέτασσαν. Έτσι, η συγγένεια του Κωσταντίνου με την γερμανική αυλή, οι φιλοδοξίες των Αυστριακών, η θρησκευτική ταυτότητα της Ρωσίας αλλά και το κίνημα των Νεότουρκων επέβαλλαν ένα μεικτό σε σχέση το απλό εθνικιστικό άρωμα στον χακτήρα των μαχών. Τελικά ο πόλεμος διαφαινόταν ως ο μόνος τρόπος να επαλήθευσης της ρεαλιστικότητας των αντίπαλων αξιώσεων και ισχυρισμών.

Πρώτες κινήσεις των συμμάχων


Ο βουλγαρικός στρατός ταυτόχρονα επιτέθηκε και στους Σέρβους, στη Γευγελή. Οι σερβικές δυνάμεις αρχικά αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μπροστά στη βουλγαρική επίθεση, η οποία αποσκοπούσε να καταλάβει το Κρίβολακγια να αποκόψει την επαφή Ελλήνων και Σέρβων. Γρήγορα όμως κατόρθωσαν να σταματήσουν τη βουλγαρική προέλαση και να εισέλθουν σε βουλγαρικό έδαφος. Η σερβική αντεπίθεση ήταν ορμητική και πολύ σύντομα ο σερβικός στρατός κατάφερε να καταλάβει βασικούς αντικειμενικούς του στόχους.Η κύρια βουλγαρική επίθεση κατά των Σέρβων πραγματοποιήθηκε με τις 1η, 3η, 4η και 5η μεραρχίες, ενώ η 2η κατευθύνθηκε κατά ελληνικών θέσεων στην Θεσσαλονίκη. Οι Βούλγαροι ήταν λιγότεροι σε αριθμό όσον αφορά τις επιχειρήσεις κατά του ελληνικού στρατού. Η ασθενής επίθεσή στη Νιγρίτα όχι μόνο απωθήθηκε αλλά μετατράπηκε σε αμυντικό αγώνα σε ολόκληρο το μέτωπο, από τις 19 Ιουνίου. Οι βουλγαρικές δυνάμεις γρήγορα υποχώρησαν βόρεια και οχυρώθηκαν μεταξύ Κιλκίς και Στρυμώνα.

Ταυτόχρονα, στην πόλη της Θεσσαλονίκης, με την βοήθεια της Κρητικής χωροφυλακής αλλά και των κατοίκων της πόλης, αιχμαλωτίστηκαν οι βουλγαρικές μονάδες που είχαν στρατοπεδεύσει πριν την έναρξη των επιχειρήσεων.

Βουλγαρική υποχώρηση

Η 2η βουλγαρική στρατιά υπό τον Ιβανόφ ήταν παρατεταγμένη στη γραμμή Δοϊράνη-Κορώνεια-Βόλβη. Σύμφωνα με τη επίσημη βουλγαρική έκθεση επιχειρήσεων του 1932 η δύναμή της αριθμούσε 108.000 στρατιώτες σύμφωνα με μεταγενέστερη έκδοση (1941) 80.000 και 175 πυροβόλα. Οi Βούλγαροι είχαν οχυρωθεί σε στρατηγικές τοποθεσίες. Ιδιαίτερα, στο Κιλκίς είχαν κατασκεύασει ισχυρές οχυρώσεις.

Στις 3 Ιουλίου η 2η, 4η και 5η ελληνική μεραρχία ξεκίνησε την επίθεση, υποστηριζόμενη από πυροβολικό. Παρόλο που υπήρξαν σημαντικές απώλειες κατάφεραν να προωθηθούν. Εν τω μεταξύ, η 7η μεραρχία κατέλαβε τη Νιγρίτα και η 1η και 6η τον Λαχανά. Το δυτικό άκρο του μετώπου, στους Ευζώνους καταλήφθηκε ύστερα από έφοδο, απειλώντας έτσι όποια ενέργεια για βουλγαρική υποχώρηση. Από φόβο κυκλωτικής ενέργειας το βουλγαρικό επιτελείο διέταξε σύμπτυξη η οποία μετατράπηκε εν μέρει και σε άτακτη υποχώρηση. Οι βουλγαρικές ενισχύσεις καθυστέρησαν να μεταβούν στο μέτωπο. Στις 5 Ιουλίου, οι ελληνικές δυνάμεις κατέλαβαν την Δοϊράνη, όμως δεν κατάφεραν να κυκλώσουν τον βουλγαρικό στρατό. Στη συνέχεια με συνδυασμένες Σερβο-Ελληνικές ενέργειες, από τις 11 Ιουλίου, οι Βούλγαροι απωθήθηκαν προς βορά, κατά μήκος του ποταμού Στρυμώνα.

Κατά την διάρκεια τον επιχειρήσεων απελευθερώθηκαν από τον ελληνικό στρατό, το Σιδηρόκαστρο, οι Σέρρες, μάλιστα ελληνικές δυνάμεις προωθήθηκαν βαθιά στο βουλγαρικό έδαφος, ακόμα και σε εδάφη της "Παλαιάς Βουλγαρίας" (1878-1912), απειλώντας την ίδια την πόλη της Σόφιας από τα νότια.

Οριστική βουλγαρική ήττα και λήξη των συγκρούσεων


Εν τω μεταξύ, η Ρουμανία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία, επωφελούμενες από τη δύσκολη θέση της Βουλγαρίας, της κήρυξαν τον πόλεμο και προέλασαν χωρίς να συναντήσουν αντίσταση στο βουλγαρικό έδαφος.Όταν ο Σερβικός στρατός σταμάτησε τις επιχειρήσεις, ο διάδοχος Κωνσταντίνος πιστεύοντας ότι οι Βούλγαροι είχαν ήδη ηττηθεί συνέχισε την προέλαση του Ελληνικού Στρατού βόρεια παρά τις έντονες αντιρρήσεις του Βενιζέλου με σκοπό να συντρίψει και να ταπεινώσει τους Βουλγάρους. Στις 24 Ιουλίου, οι ελληνικές δυνάμεις προωθήθηκαν σταστενά της Κρέσνας. Ταυτόχρονα, οι Βούλγαροι μετέφεραν δυνάμεις από το Σερβικό μέτωπο ενώ οι ελληνικές δυνάμεις προήλασαν κατά μήκος του ποταμού Στρυμώνα διαδοχικά από Κρέσνα σε Σιμιτλή και τελικά έφτασαν στην Τζουμαγιά (Μπλαγκόεβγκραντ). Ο Ελληνικός Στρατός τελικά, λόγω εφοδιαστικών προβλημάτων αλλά και λόγω εξάντλησης από την επίμονη επέλαση, αναγκάστηκε να ανακόψει την πορεία του. Σε αυτό το σημείο και οι δύο πλευρές θεώρησαν ότι περαιτέρω παράταση των συγκρούσεων δεν οδηγούσε πουθενά και συμφώνησαν σε ανακωχή.

Χρονολόγιο

 

Το χρονολόγιο των πολεμικών επιχειρήσεων του Β' Βαλκανικού Πολέμου κατά το παλαιό ημερολόγιο (1913) έχει ως ακολούθως:

  • 16 Ιουνίου Αιφνίδια έναρξη επιχειρήσεων εκ μέρους Βουλγάρων. Βουλγαρική κατάληψη Ιστίπ
  • 17 Ιουνίου Εκκαθάριση Θεσσαλονίκης.
  • 18 Ιουνίου Βουλγαρική κατάληψη Κρίβολακ.
  • 19 Ιουνίου Μάχη Καλίνοβου (ελληνοβουλγαρική).
  • 20 Ιουνίου Ελληνική κατάληψη Γευγελής και Νιγρίτας.
  • 21 Ιουνίου Μάχη Κιλκίς Λαχανά. Ελληνική κατάληψη Κιλκίς, Λαχανά και ολοκληρωτική του Καλίνοβου. Ο Βασιλεύς Φερδινάνδος ζητεί τη βοήθεια της Αυστρίας. Παραιτείται ο στρατηγός Μ. Σαβόφ και τη θέση του αναλαμβάνει ο στρατηγός Ράντκο Δημητρίεφ.
  • 22 Ιουνίου Σερβική κατάληψη Κοτσάνων
  • 23 Ιουνίου Ελληνική κατάληψη Δοϊράνης
  • 24 Ιουνίου Σερβική ανακατάληψη Κρίβολακ
  • 25 Ιουνίου Ελληνική κατάληψη Κωστουρίνο. Σερβική ανακατάληψη Ιστίπ
  • 26 Ιουνίου Μάχη Βέτρινα (ελληνοβουλγαρική). Ελληνική κατάληψη Στρώμνιτσας. Σερβική κατάληψη Ραδοβίστας.
  • 27 Ιουνίου Ελληνική κατάληψη Δεμίρ, Χισάρ και Καβάλας. Έναρξη μάχης Πιρότ (σερβοβουλγαρική). Η Ρουμανία εισέρχεται στο πόλεμο.
  • 28 Ιουνίου Ελληνική κατάληψη Σερρών. Συνέχιση ελληνικής προέλασης
  • 29 Ιουνίου Τουρκική προέλαση υπό τον Ισμέτ πασά.
  • 1 Ιουλίου Ελληνική κατάληψη Δράμας.
  • 6 Ιουλίου Ελληνική κατάληψη Νευροκοπίου. Συνέχιση προέλασης.
  • 7 Ιουλίου Ελληνική κατάληψη Πέτσοβου.
  • 9 Ιουλίου Ελληνική κατάληψη Μαχομίας. Ρουμανική προέλαση. Τουρκική κατάληψη Αδριανούπολης και περιοχής Κιρκιλισέ.
  • 10 Ιουλίου Ελληνικός αποκλεισμός Στενών Κρέσνας. Η 7η βουλγαρική μεραρχία παραδίδεται αμαχητί στη 1η ρουμανική μεραρχία ιππικού.
  • 12 Ιουλίου Έναρξη Μάχης Σιμιτλί (ελληνοβουλγαρική). Ελληνική κατάληψη Πρέβελ Χαν και Δεδέαγατς. Σερβική κατάληψη Βιδινίου.
  • 13 Ιουλίου Ελληνική κατάληψη Ξάνθης
  • 14 Ιουλίου Ελληνική κατάληψη Σιμιτλί, πέρας μάχης.
  • 15 Ιουλίου Ελληνική υποχώρηση από Πέτσοβο.
  • 16 Ιουλίου Ελληνική κατάληψη Γκιουμουλτζίνας. Έναρξη σερβοβουλγαρικών μαχών στο Τσάρεβο σέλο.
  • 17 Ιουλίου Ελληνοβουλγαρική μάχη Πρέδελ Χαν, ελληνική ανακατάληψη Πετσόβου και Παντζάρεβου.
  • 18 Ιουλίου Γενική ανακωχή
  • 28 Ιουλίου Συνθήκη Ειρήνης Βουκουρεστίου (με το νέο ημερ. 10 Αυγούστου)

Συνέπειες

 

Ο Β' Βαλκανικός πόλεμος είναι για την Ελλάδα αντιστρόφως ανάλογος, με τις απώλειες. Δηλαδή με μικρές απώλειες η Ελλάδα διπλασιάσθηκε. Αντίστοιχα και η Σερβία εκπλήρωσε όλους τους αντικειμενικούς στόχους της, ενώ η Βουλγαρία είχε πολύ μεγάλες απώλειες ειδικά στο μέτωπο της Αδριανούπολης μετά τον Β΄ Βαλκανικό πόλεμο τον οποίο η ίδια προκάλεσε, δεν είχε μεγάλα εδαφικά κέρδη.

Το ελληνικό κράτος διπλασιάσθηκε και σε έκταση και σε πληθυσμό με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν οι καλύτερες προϋποθέσεις για κοινωνική, πολιτική και οικονομική ανάπτυξη. Ταυτόχρονα άλλαξε ριζικά και η δομή του πληθυσμού, τόσο για το νέο Ελληνικό κράτος όσο και στο κομμάτι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που αποσπάστηκε από αυτήν. Δηλαδή, στην θέση ενός ενιαίου οικονομικού χώρου ξαφνικά μπήκαν σύνορα, τα οποία επηρέασαν π.χ. τους νομάδες κτηνοτρόφους οι οποίοι ήταν συνηθισμένοι να μετακινούνται στον ενιαίο χώρο των Βαλκανίων. Ανάλογα επηρεάσθηκαν οι Έλληνες έμποροι, που ήταν η αστική τάξη της εποχής. Μια λύση ήταν η στροφή στη διοίκηση. Δηλαδή οι Έλληνες αστοί από έμποροι άρχισαν να μετατρέπονται σε δημοσίους υπαλλήλους και να τοποθετούνται στον διοικητικό μηχανισμό του νέου Ελληνικού κράτους στην θέση των αποχωρούντων Μουσουλμάνων.

Ταυτόχρονα μεγάλος αριθμός πληθυσμού μετακινήθηκε από όλες και προς όλες τις πλευρές. Υπολογίζονται σε περισσότερες από 400.000 οι Τούρκοι που έφυγαν από την Οθωμανική, Ευρωπαϊκή αυτοκρατορία και πήγαν προς την Τουρκία. Γενικά κυρίως μετά τον Β' Βαλκανικό πόλεμο οι κάτοικοι των εδαφών της τέως Ευρωπαϊκής Τουρκίας αισθάνονται απειλούμενοι από τον αλυτρωτισμό των υπολοίπων εθνοτήτων και σε πολλές περιπτώσεις (κυρίως οι φτωχότεροι) ακολουθούν τα στρατεύματα του έθνους τους. Υπάρχουν φιλμ της εποχής που δείχνουν καραβάνια Σέρβων, Βουλγάρων, Τούρκων ή Ελλήνων προσφύγων να ακολουθούν τα αντίστοιχα στρατεύματα μέχρι να ορισθούν τα τελικά σύνορα.

Η Ελλάδα δέχθηκε και άλλα κύματα προσφύγων λόγω των διωγμών που υπέστησαν οι Έλληνες στη Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία. Το Οθωμανικό κράτος ψάχνοντας υπεύθυνους για την ήττα ξέσπασε σε διωγμούς εναντίον των Ελλήνων. Υπολογίζονται σε περισσότερους από 100.000 οι πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη και αντίστοιχος αριθμός από τη Μικρά Ασία οι πρόσφυγες που εξαναγκάστηκαν να φύγουν μετά τις βιαιότητες.

Από κοινωνική άποψη με την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης αλλά και της Μακεδονίας γενικότερα το Ελληνικό κράτος, από μονοεθνικό και αγροτικό, γίνεται ξαφνικά πολυεθνικό αλλά και λόγω της ενσωμάτωσης των νέων εδαφών αλλάζει κοινωνική δομή αποκτώντας περισσότερους αστούς και εργάτες. Ενσωματώνονται (μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923) μεγάλες μάζες μουσουλμάνων, Εβραίων και σε πολύ μικρότερο βαθμό Σλάβων.

Η Μακεδονία πλησίαζε πιο πολύ στη Ευρώπη από τις υπόλοιπες περιοχές του Ελληνικού κράτους. Υπήρχαν αστικά κέντρα αμιγώς ελληνικά κέντρα αλλά και βλάχικα, όπως η Κλεισούρα όπου σε αντίθεση με την επαρχία του Ελληνικού κράτους ήταν εξοικειωμένοι με τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής, και βέβαια αυτό αντανακλάται και στα ρούχα που φορούσαν. Στις αρχές του 20ου αιώνα οι νέες Ελληνίδες ακόμη και στα χωριά της Μακεδονίας δεν φορούν πλέον τα παραδοσιακά ρούχα και μάλιστα οι εύπορες αστές ντύνονται με την τελευταία λέξη της γαλλικής μόδας.

Δηλαδή το Ελληνικό κράτος αστικοποιείται και ταυτόχρονα «κληρονομεί» μεγάλες ομάδες εργατών λόγω των πόλεων της Μακεδονίας. Η Θεσσαλονίκη ήταν εκείνη την εποχή η πιο ευρωπαϊκή πόλη του Ελληνικού κράτους με μεγάλο εργατικό δυναμικό σημαντικό και αριθμητικά αλλά και από άποψη οργάνωσης (federatión). ΗFederatión, η οποία είχε σαν βάση της, το εβραϊκό εργατικό στοιχείο, αλλά και ομοϊδεάτες Έλληνες, Τούρκους ή Σλάβους σε μικρότερα ποσοστά, είναι πλέον η πιο σημαντική εργατική οργάνωση που υπάρχει στο ελληνικό κράτος και θα δώσει τον μεγαλύτερο όγκο στο σοσιαλιστικό εργατικό κόμμα που υπήρξε πρόγονος του ΚΚΕ.

Συμπεράσματα

Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι δηµιούργησαν νέα δεδοµένα στη Βαλκανική Χερσόνησο. Η Οθωµανική Αυτοκρατορία είχε κυριολεκτικά ακρωτηριαστεί, ενώ η Βουλγαρία αναγκάστηκε να συµβιβαστεί µε την απόκτηση της ∆υτικής Θράκης. Νικήτριες του πολέµου ήταν η Ελλάδα και η Σερβία, που είχαν αυξήσει εντυπωσιακά τα εδάφη τους. Εν τούτοις οι Βαλκανικοί Πόλεµοι άφησαναρκετές εδαφικές εκκρεµότητες,γιατίοι µεγαλοϊδεατ ισµοί παρέµεναν σεµικρότερο ή µεγαλύτερο βαθµό ανικανοποίητοι. Το στοιχείο αυτό καθόρισε την πολιτικήτων βαλκανικών κρατών ως το ξέσπασµα του Α’ Παγκοσµίου Πολέµου, ο οποίος ξεκίνησε άλλωστε στα Βαλκάνια µόλις έναν χρόνο µετά τη λήξη του Β’ Βαλκανικού Πολέµου.Οι νικητές των Βαλκανικών συντάχθηκανµε τις δυνάµεις της Αντάντ, ενώ οι ηττηµένοι µε τις Κεντρικές ∆υνάµεις.

Στην Ελλάδα, οι νίκες των Βαλκανικών Πολέμων επισκιάστηκαν από τον Διχασμό που ακολούθησε ανάμεσα στον Βενιζέλο και στον Κωνσταντίνο και εν τέλει από τη Μικρασιατική Καταστροφή.


Γι’ αυτόν τον λόγο παρατηρείται η παραδοξότητα οι Βαλκανικοί Πόλεμοι να μην αποτελούν αυτοδύναμο ή αυτοτελές γεγονός για τη μετέπειτα ελληνική ιστοριογραφία, αλλά να εντάσσονται ως ένα επεισόδιο σε μια μακρά σειρά γεγονότων που ξεκινά με την ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και καταλήγει στη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922.


Στην πορεία που οδηγεί από την πρώτη ήττα της Μεγάλης Ιδέας στην οριστική της ήττα, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι εγγράφηκαν ως η στιγμή της ευφορίας. Στην ουσία όμως εγκαινίασαν μια περίοδο δεκαετούς πολεμικής δοκιμασίας, που το τραγικό τέλος της επισκίασε την επική της έναρξη. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι Βαλκανικοί Πόλεμοι σηματοδοτούν την τελική φάση αποσύνθεσης των πολυεθνικών αυτοκρατοριών προς όφελος των εθνών-κρατών.


Την τύχη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ακολούθησαν, τα αμέσως επόμενα χρόνια, η Ρωσική Αυτοκρατορία και η Αυστροουγγαρία. Με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν είχε αλλάξει μόνο ο χάρτης των Βαλκανίων αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης.