ΑΡΧΙΚΗ ΙΤΑΛΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ

ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΑΜΥΝΑΣ

Μετά την κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς, το Ελληνικό Γενικό Επιτελείο κατάρτισε το σχέδιο «ΙΒ» («Ιταλία-Βουλγαρία»), για την αντιμετώπιση μιας ταυτόχρονης συνδυασμένης επίθεσης από Ιταλία και Βουλγαρία. Το σχέδιο προέβλεπε επιβραδυντικές αμυντικές ενέργειες στην περιοχή της Ηπείρου, με βαθμιαία υποχώρηση στη φυσικά οχυρή γραμμή Άραχθος - Μέτσοβο - Αλιάκμονας - Βέρμιο, διατηρώντας την πιθανότητα μιας περιορισμένης επίθεσης στη Δυτική Μακεδονία. Το σχέδιο αναθεωρήθηκε δύο φορές στη συνέχεια, το «ΙΒα», προέβλεπε την άμυνα στη γραμμή των συνόρων και το «ΙΒβ», το οποίο προέβλεπε άμυνα κάπου ενδιάμεσα, μεταξύ συνόρων και γραμμής υποχώρησης. Στον υποστράτηγο Χαράλαμπο Κατσιμήτρο, διοικητή της VIII Μεραρχίας, παραχωρήθηκε ελευθερία κινήσεων και αποφάσεων ανάλογα με την κατάσταση που θα διαμορφωνόταν στο πεδίο της μάχης.

Ο διοικητής της VIII Μεραρχίας αποφάσισε ότι δεν θα παραχωρούσε αμαχητί εθνικό έδαφος και οργάνωσε την κύρια αμυντική τοποθεσία βόρεια των Ιωαννίνων στην περιοχή Ελαίας - Καλπακίου και κατά μήκος του ποταμού Καλαμά, παρά τις διαταγές του Γενικού Επιτελείου, που υπογράμμιζαν ότι κύρια αποστολή των δυνάμεων του ήταν η κάλυψη της Δυτικής Μακεδονίας και η φρούρηση της διάβασης του Μετσόβου και των οδών προς Αιτωλοακαρνανία.

Οι κύριες ελληνικές δυνάμεις στην περιοχή όπου εκδηλώθηκε η ιταλική επίθεση, αριθμούσαν συνολικά περίπου 35.000 άνδρες και ήταν.

  • Στην Ήπειρο η VIIIη Μεραρχία Πεζικού,υπό τον υποστράτηγο Χαράλαμπο Κατσιμήτρο, είχε προεπιστρατευθεί και ενισχυθεί με το στρατηγείο της III Ταξιαρχίας, υπό τον Συνταγματάρχη Δημήτριο Γιατζή και με μερικές ακόμη μονάδες πεζικού και πυροβολικού. Συνολικά διέθετε 4 διοικήσεις συνταγμάτων, 15 τάγματα, 16 πυροβολαρχίες, 15 ουλαμούς πυροβολικού συνοδείας, 2 τάγματα πολυβόλων, 1 πολυβολαρχία βαρέων πολυβόλων και 1 μεραρχιακή μονάδα αναγνωρίσεως. Επιπλέον το 39ο Σύνταγμα Ευζώνων της III Μεραρχίας είχε επιστρατευθεί και στις 27 Οκτωβρίου κινούταν προς την Ήπειρο.
  • Στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ), υπό τον αντιστράτηγο Ιωάννη Πιτσίκα, που σε αυτό υπάγονταν
- Το Β΄ Σώμα Στρατού, υπό τον αντιστράτηγο Δημήτριο Παπαδόπουλο, που αποτελούνταν από τις I (υποστράτηγος Δημήτριος Βραχνός) και IX (υποστράτηγος Χρήστος Ζυγούρης) Μεραρχίες Πεζικού, την V Ταξιαρχία Πεζικού και το ΙΧα Συνοριακό Τομέα.
- Το Γ΄ Σώμα Στρατού, υπό τον αντιστράτηγο Γεώργιο Τσολάκογλου, που αποτελούνταν από τις X (υποστράτηγος Χρήστος Κίτσος) και XI (συνταγματάρχης ΠΒ Γεώργιος Κώτσαλος) Μεραρχίες Πεζικού, την IV Ταξιαρχία Πεζικού και τους IX, X και XI Συνοριακοί Τομείς.
Το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων τις X Μεραρχίας ήταν στην Βέροια, στην Έδεσσα και τα Γιαννιτσά, ενώ της XI Μεραρχίας στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Την παραμονή της ιταλικής επίθεσης το ΤΣΔΜ ανέπτυξε στα αλβανικά σύνορα 22 τάγματα πεζικού και 22 και 1/2 πυροβολαρχίες.
  • Στην περιοχή της Πίνδου, ανάμεσα στο ΤΣΔΜ και την VIII Μεραρχία, το «Απόσπασμα Πίνδου», υπό τον συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Δαβάκη, που διέθετε το 51ο Σύνταγμα Πεζικού (2 τάγματα),μια ορειβατική πυροβολαρχία των 75 χιλ., έναν ουλαμό Πυροβολικού Συνοδείας των 65 χιλ. και έναν ουλαμό ιππικού.

Οι Έλληνες είχαν μικρό πλεονέκτημα στο ότι οι μεγάλες μονάδες τους (μεραρχίες) περιελάμβαναν 30% περισσότερο πεζικό (τρεις σχηματισμούς συνταγμάτων έναντι δύο ιταλικών) και ελαφρώς περισσότερο πυροβολικό και τουφέκια έναντι των ιταλικών , αλλά δεν είχαν καθόλου άρματα μάχης, ενώ οι Ιταλοί μπορούσαν να βασιστούν και στην απόλυτη υπεροπλία τους στον αέρα έναντι της μικρής τότε Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας. Επιπλέον, το μεγαλύτερο μέρος του οπλισμού του Ελληνικού Στρατού αναγόταν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ή προερχόταν από χώρες όπως η Γερμανία (σύμμαχος της Ιταλίας) αλλά και το Βέλγιο, η Αυστρία ή η Γαλλία, οι οποίες βρίσκονταν υπό κατοχή, πράγμα το οποίο είχε αρνητικές επιπτώσεις στην προμήθεια ανταλλακτικών και πολεμοφοδίων. Παρά ταύτα, πολλοί Έλληνες αξιωματικοί ήταν βετεράνοι μιας δεκαετίας συνεχών, σχεδόν, πολεμικών συγκρούσεων (Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-13, Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική Εκστρατεία 1919-22) και ο Ελληνικός Στρατός, παρά τα περιορισμένα μέσα του, είχε αναδιοργανωθεί σε μεγάλο βαθμό κατά τη δεκαετία του 1930. Τέλος, το ηθικό των Ελληνικού Στρατού, αντίθετα με τις προσδοκίες των Ιταλών, ήταν υψηλότατο, με τους άνδρες έτοιμους να αποκρούσουν την ιταλική επίθεση και να «πάρουν εκδίκηση για την Τήνο».

Μετά τον Πόλεμο, πολλοί Ιταλοί αξιωματικοί παρομοίαζαν την ελληνική αντίσταση στην Ήπειρο με αυτή των Τούρκων στα Δαρδανελιά στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και κάποιοι μάλιστα έφτασαν στο σημείο να την αποδώσουν και στη συμμετοχή προσφύγων (περίπου 25%) από την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923.

 
 

ΑΡΧΙΚΗ ΙΤΑΛΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ (28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940 - 13 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1940)

 
Πρώτη Ιταλική επίθεση
28 Οκτωβρίου - 13 Νοεμβρίου 1940.

Οι Ιταλοί επιτέθηκαν το πρωί της 28ης Οκτωβρίου και τα τμήματα προκάλυψης στη γραμμή των συνόρων συμπτύχθηκαν και κατέλαβαν νέες θέσεις άμυνας στα μετόπισθεν στα πλαίσια του επιβραδυντικού αγώνα. Οι μεραρχίες «Φερράρα» και «Κένταυρος» κινήθηκαν προς την περιοχή του Καλπακίου (στη θέση Ελαία), το «Παραλιακό Συγκρότημα» προωθήθηκε κατά μήκος της ακτής και η Μεραρχία «Σιένα» κινήθηκε στα νοτιοανατολικά του Καλπακίου προκειμένου να διαβεί τον ποταμό Καλαμά. Οι Ιταλοί συνάντησαν σημαντικές δυσκολίες στην προώθηση τους λόγω των καταστροφών στο οδικό δίκτυο και στις γέφυρες και των συνεχών βροχοπτώσεων που είχαν μετατρέψει τις ημιονικές οδούς σε βούρκο και τα ρυάκια σε ορμητικούς χειμάρρους.

Η σύμπτυξη των τμημάτων προκάλυψης ολοκληρώθηκε τη νύκτα της 29ης προς 30η Οκτωβρίου και στις 31 Οκτωβρίου όταν το ιταλικό Γενικό Επιτελείο ανακοίνωνε ότι: «οι μονάδες μας συνεχίζουν να προελαύνουν στην Ήπειρο και έφτασαν στον ποταμό Καλαμά, σε πολλά σημεία. Αντίξοες καιρικές συνθήκες και ενέργειες των υποχωρούντων εχθρών δεν επιβραδύνουν την προέλαση των δυνάμεών μας», οι δυνάμεις των Μεραρχιών «Φερράρα» και «Κένταυρος» άρχισαν να συγκεντρώνονται στην περιοχή της κύριας αμυντικής τοποθεσίας στο Καλπάκι. Οι αντίξοες καιρικές συνθήκες στη θάλασσα δεν επέτρεψαν την προσχεδιασμένη απόβαση στην Κέρκυρα.

Την 1η Νοεμβρίου, το ιταλικό Γενικό Επιτελείο έδινε προτεραιότητα στο μέτωπο της Αλβανίας έναντι αυτού της Αφρικής αλλά στο χρονικό διάστημα από 2 μέχρι 9 Νοεμβρίου οι επανειλημμένες προσπάθειες να διασπαστεί η κύρια αμυντική τοποθεσία συνετρίβησαν από τις δυνάμεις της 8ης Μεραρχίας, οπότε στις 9 Νοεμβρίου οι επιθέσεις διακόπηκαν και οι ιταλικές δυνάμεις στην Ήπειρο υποχώρησαν και έλαβαν θέσεις άμυνας, απειλούμενες από την αντεπίθεση των ελληνικών δυνάμεων από την περιοχή της Πίνδου.

Η μεγαλύτερη απειλή για τις ελληνικές θέσεις διαγράφηκε από την διείσδυση των 11.000 ανδρών της Μεραρχίας Αλπινιστών <<Τζούλια>> στην Πίνδο με κατεύθυνση το Μέτσοβο και τη διάβαση της Κατάρας, η οποία απειλούσε να διαχωρίσει τις ελληνικές δυνάμεις της Ηπείρου από εκείνες της Δυτικής Μακεδονίας. Η «Τζούλια» αρχικά σημείωσε επιτυχίες, καθώς κατάφερε να απωθήσει τις λιγοστές δυνάμεις του Αποσπάσματος Πίνδου του συνταγματάρχη Δαβάκη, που είχε την ευθύνη για την άμυνα της περιοχής. Οι ολιγομελείς φρουρές στα φυλάκια κατά μήκος των συνόρων γρήγορα ανατράπηκαν από τους αλπινιστές και το βράδυ της 28ης Οκτωβρίου, το σύνολο των δυνάμεων του Δαβάκη αναγκάστηκαν να συμπτυχθούν υπό το βάρος της ιταλικής επίθεσης. Οι αλπινιστές συνέχισαν τις επιθέσεις τους την επόμενη μέρα και η κατάσταση για τις ελληνικές δυνάμεις έγινε απελπιστική. Το σύνολο των ανδρών του Αποσπάσματος Πίνδου είχαν προωθηθεί στην πρώτη γραμμή και ο Δαβάκης αναγκάστηκε να ζητήσει την βοήθεια των κατοίκων της περιοχής για τον ανεφοδιασμό τους. Μέσα από δύσβατα, ολισθηρά και ανεμοδαρμένα μονοπάτια, γέροντες, γυναίκες και παιδιά, μέσα στη νύχτα, στο τσουχτερό κρύο, στο χιόνι και στη λάσπη μετέφεραν στους μαχητές που κρατούσαν τις κορυφές των υψωμάτων πυρομαχικά, εφόδια και τρόφιμα και βοηθούσαν στη μεταφορά των τραυματιών στα μετόπισθεν. Ήταν η συμμετοχή του άμαχου πληθυσμού της περιοχής στο «Έπος της Πίνδου».

Το Ελληνικό Γενικό Επιτελείο διέγνωσε έγκαιρα την απειλή και κατηύθηνε αμέσως όλες τις μονάδες που επιστρατεύονταν στην απειλούμενη περιοχή. Στις 31 Οκτωβρίου εκδηλώθηκε η πρώτη αντεπίθεση των Ελλήνων, η οποία σημείωσε μικρή επιτυχία. Οι Ιταλοί κατόρθωσαν στις 3 Νοεμβρίου να καταλάβουν τη Βοβούσα, ένα χωριό 20 χιλιόμετρα βόρεια του Μετσόβου, αλλά οι δυνάμεις τους δεν ήταν αρκετές για να διαφυλάξουν το αριστερό άκρο της προώθησης τους, στο οποίο αντεπιτέθηκαν οι ελληνικές δυνάμεις που είχαν σπεύσει στην περιοχή.

 
Ιταλός αλπινιστής στο λασπωμένο πεδίο μάχης

Ο συνταγματάρχης Δαβάκης δεν είχε την τύχη να συμμετέχει στην ελληνική αντεπίθεση, μια και στις 2 Νοεμβρίου, εκτελώντας προσωπικά αναγνώριση στην περιοχή του υψώματος του Προφήτη Ηλία Φούρκας τραυματίστηκε σοβαρά από εχθρικά πυρά και διακομίστηκε στο νοσοκομείο Κοζάνης και στην συνέχεια στην Αθήνα. Οι ελληνικές δυνάμεις περικύκλωσαν αυτές της «Τζούλια» που εγκατέλειψαν τη Βοβούσα, στις 4 Νοεμβρίου. Μέχρι την 7η Νοεμβρίου διεξήχθησαν ανηλεείς μάχες στην περιοχή μέσα σε αντίξοες καιρικές συνθήκες και οι αλπινιστές της «Τζούλια», που είχαν αποκοπεί από τα μετόπισθεν τους, πολέμησαν σκληρά για την επιβίωσή τους. Στις 8 Νοεμβρίου ο διοικητής της «Τζούλια», στρατηγός Μάριο Τζιρότι, διέταξε να υποχωρήσουν νότια του όρους Σμόλικα κατά μήκος της βόρειας όχθης του Αώου προς την Κόνιτσα, όπου είχε προωθηθεί η 47η Μεραρχία «Μπάρι», η οποία αρχικά προοριζόταν για την απόβαση στην Κέρκυρα. Μέχρι τις 13 Νοεμβρίου οι ελληνικές δυνάμεις είχαν ανακαταλάβει τις συνοριακές διαβάσεις της Πίνδου, με εξαίρεση την περιοχή της Κόνιτσας, που κατείχε η μεραρχία «Μπάρι» μέχρι την 16η Νοεμβρίου. Αυτό ήταν και το τέλος της «Μάχης της Πίνδου».

Στη Δυτική Μακεδονία, ενόψει της έλλειψης δραστηριότητας από ιταλικής πλευράς και προκειμένου να ανακουφιστεί το μέτωπο της Πίνδου, το ελληνικό Γενικό Επιτελείο στις 31 Οκτωβρίου προώθησε στην περιοχή το Γ' Σώμα Στρατού (10η και 11η Μεραρχία Πεζικού και Ταξιαρχία Ιππικού) υπό τον αντιστράτηγο Γεώργιο Τσολάκογλου με την εντολή να επιτεθεί στην Αλβανία, επίθεση η οποία λόγω προβλημάτων ανεφοδιασμού αναβλήθηκε για τις 14 Νοεμβρίου.

Η απροσδόκητη ελληνική αντίσταση κατέλαβε εξ απήνης το ιταλικό Γενικό Επιτελείο, το οποίο περίμενε ένα «στρατιωτικό πικ-νικ». Αρκετές μονάδες στάλθηκαν εσπευσμένα στην Αλβανία, ενώ τα αρχικά σχέδια για επικουρικές επιθέσεις σε ελληνικά νησιά ματαιώθηκαν. Εξοργισμένος από την αποτελμάτωση της επιχείρησης, ο Μουσολίνι στις 9 Νοεμβρίου ανασχημάτισε τη Διοίκηση Αλβανίας, αντικαθιστώντας τον Πράσκα με τον Ουμπάλντο Σόντου (Ubaldo Soddu), τέως υφυπουργό Πολέμου. Ο νέος διοικητής, αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, διέταξε τις δυνάμεις του να διακόψουν κάθε επιθετική ενέργεια και να λάβουν θέσεις άμυνας. Ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι η ιταλική εισβολή είχε αποτύχει.