ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ ΚΑΙ ΑΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΗ

 
Πυροβολικό του Ελληνικού Στρατού βάλει κατά του υψώματος Ιβάν, κοντά στην Κορυτσά.
 
Ελληνική αντεπίθεση
14 Νοεμβρίου 1940 - Μάρτιος 1941.

Οι ελληνικές εφεδρείες άρχισαν να φτάνουν στο μέτωπο στις αρχές Νοεμβρίου, ενώ η αδράνεια της Βουλγαρίας επέτρεψε στο ελληνικό Γενικό Επιτελείο να μεταφέρει την πλειονότητα των μονάδων από τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα και να τις αναπτύξει στο αλβανικό μέτωπο. Έτσι, ο Αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος κατόρθωσε να πετύχει αριθμητική υπεροχή έναντι των Ιταλών ως τα μέσα Νοεμβρίου, πριν εξαπολύσει αντεπίθεση. Έντεκα μεραρχίες πεζικού, δύο Ταξιαρχίες Πεζικού και η Μεραρχία Ιππικού υπό τον Υποστράτηγο Γεώργιο Στανώτα αντιμετώπιζαν δεκαπέντε ιταλικές μεραρχίες πεζικού και μια τεθωρακισμένη μεραρχία.

Το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας και το Γ' Σώμα Στρατού, ενισχυμένα με μονάδες από ολόκληρη τη Βόρειο Ελλάδα, εξαπέλυσαν επίθεση στις 14 Νοεμβρίου με κατεύθυνση την Κορυτσά. Μετά από σκληρή μάχη στην οχυρωμένη μεθόριο, οι Έλληνες τη διέσπασαν στις 17 Νοεμβρίου και μπήκαν στην Κορυτσά στις 22. Λόγω της αναποφασιστικότητας του ελληνικού Γενικού Επιτελείου, οι Ιταλοί βρήκαν χρόνο να αναδιοργανωθούν και να μην καταρρεύσουν τελείως παρόλο που στο στράτευμά τους είχε ήδη ξεσπάσει κρίση με παραιτήσεις υψηλόβαθμων στρατιωτικών. Η επίθεση από τη Δυτική Μακεδονία συνδυάστηκε με γενική επίθεση σε ολόκληρο το μήκος του Μετώπου. Το Α' και Β' Σώμα Στρατού προέλασαν στην Ήπειρο, και μετά από σκληρή μάχη κατόρθωσαν να καταλάβουν τους Άγιους Σαράντα, το Πογραδέτς και το Αργυρόκαστρο ως τις αρχές Δεκεμβρίου και τη Χειμμάρα την παραμονή των Χριστουγέννων. Είχε πλέον καταληφθεί ουσιαστικά ολόκληρη η Βόρεια Ήπειρος. Στις 10 Ιανουαρίου 1941, πριν την έλευση της βαρυχειμωνιάς, καταλήφθηκε και το στρατηγικής σημασίας οχυρωμένο πέρασμα της Κλεισούρας. Αλλά οι Έλληνες δεν κατόρθωσαν να προωθηθούν προς το Βεράτιο, ενώ απέτυχε και η επίθεσή τους προς την Αυλώνα. Στη μάχη για την Αυλώνα, οι Ιταλικές μεραρχίες «Λύκοι της Τοσκάνης», «Τζούλια», «Πινερόλο» και «Πουστέρια» υπέστησαν μεγάλες απώλειες, αλλά στα τέλη Ιανουαρίου η ελληνική προέλαση σταμάτησε. Οι Έλληνες σταμάτησαν λόγω αριθμητικής υπεροχής, πλέον, των Ιταλών, και λόγω της απομάκρυνσής τους από τα κέντρα ανεφοδιασμού.

Στο μεταξύ, ο στρατηγός Σοντού αντικαταστάθηκε στα μέσα Δεκεμβρίου από τον Ούγκο Καβαλλέρο (Ugo Cavallero). Στις 4 Μαρτίου, με την απειλή της γερμανικής επέμβασης έκδηλη, οι Βρετανοί έστειλαν τις πρώτες τους ενισχύσεις και πολεμοφόδια στους Έλληνες. Συγκεκριμένα, έστειλαν τέσσερις μεραρχίες, εκ των οποίων δύο τεθωρακισμένες, που αριθμούσαν 57.000 στρατιώτες υπό τις διαταγές του στρατηγού Χένρι Ουίλσον (Henry Wilson).

 

ΑΕΡΙΝΗ ΙΤΑΛΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ

Η στασιμότητα συνεχίστηκε, παρά τις επιμέρους εχθροπραξίες, καθώς και οι δυο αντίπαλοι ήταν πολύ αδύναμοι για να ξεκινήσουν νέα μεγάλη έφοδο. Οι Έλληνες ήταν σε ακόμη μειονεκτικότερη θέση καθώς, έχοντας απογυμνώσει τα βόρεια σύνορά τους από όπλα και άνδρες για να κρατήσουν το αλβανικό μέτωπο, ήταν υπερβολικά ευάλωτοι σε μια πιθανή γερμανική επίθεση μέσω Βουλγαρίας.Οι Ιταλοί, από την άλλη πλευρά, θέλοντας να πετύχουν μια νίκη στο αλβανικό μέτωπο πριν την επιβεβλημένη, πλέον, γερμανική εμπλοκή, συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους για μια νέα επίθεση με την κωδική ονομασία «Primavera» (Άνοιξη). Συγκέντρωσαν δεκαεπτά μεραρχίες έναντι των δεκατριών ελληνικών και υπό την επίβλεψη του Μουσολίνι προσωπικά, επιτέθηκαν ενάντια στο στενό της Κλεισούρας. Η επίθεση διήρκεσε από τις 9 ως τις 20 Μαρτίου, αλλά απέτυχε να απωθήσει τους Έλληνες, κερδίζοντας περιορισμένες μόνο περιοχές, όπως βόρεια της Χειμάρρας και μικρές εκτάσεις περί το Μπεράτι. Έκτοτε και μέχρι τη γερμανική επίθεση στις 6 Απριλίου, οι επιχειρήσεις αποκλιμακώθηκαν. Η σημαντικότερη μάχη της "εαρινής επίθεσης" ήταν η μάχη του υψώματος 731.