ΕΛΛΗΝΟΪΤΑΛΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 1940-1941

Ελληνοϊταλικός πόλεμος 1940-1941

Ο Ελληνοιταλικός πόλεμος του 1940-41 (στην Ελλάδα αναφέρεται και ως Πόλεμος του 40 ή Έπος του 40) ήταν η πολεμική σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και συνασπισμού Ιταλίας και Αλβανίας, η οποία διήρκεσε από τις 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι τις 31 Μαίου 1941, όταν και ολοκληρώθηκε η κατάληψη της χώρας. Επίσημη έναρξη του Πολέμου θεωρείται η «επίδοση του τελεσιγράφου», ενώ μετά τις 6 Απριλίου 1941, με την Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, όπου η Ελλάδα κλήθηκε να αντιμετωπίσει τέσσερις εισβολείς. Συνεχίστηκε ως Ελληνο-ϊταλο-γερμανικός πόλεμος, ή ορθότερα επί της ουσίας Ελληνο-Ιταλο-αλβανο-γερμανο-βουλγαρικός πόλεμος.

Ο πόλεμος αυτός ήταν προϊόν της επεκτατικής πολιτικής του φασιστικού καθεστώτος του Μπενίτο Μουσολίνι που είχε εγκαθιδρύσει στην Ιταλια και που άρχισε να εκδηλώνεται με την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και ειδικότερα μετά τη συνομολόγηση του Χαλυβδινού Συμφώνου. Στα μέσα του 1940, ο Μπενίτο Μουσολίνι, έχοντας ως πρότυπο τις κατακτήσεις του Αδόλφου Χίτλερ, θέλησε να αποδείξει στους Γερμανούς συμμάχους του Άξονα ότι μπορεί και ο ίδιος να οδηγήσει την Ιταλία σε ανάλογες στρατιωτικές επιτυχίες. Η Ιταλία είχε ήδη κατακτήσει την Αλβανία από την άνοιξη του 1939, καθώς και πολλές βρετανικές βάσεις στην Αφρική, όπως τη Σομαλιλάνδη το καλοκαίρι του 1940, αλλά αυτές δεν ήταν επιτυχίες ανάλογες αυτών της ναζιστικής Γερμανίας. Ταυτόχρονα ο Μουσολίνι επιθυμούσε να ισχυροποιήσει τα συμφέροντα της Ιταλίας στα Βαλκάνια που ένιωθε ότι απειλούνταν από τη γερμανική πολιτική από την στιγμή που η Ρουμανία είχε δεχθεί την γερμανική προστασία για τα πετρελαϊκά της κοιτάσματα.

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο Ιταλός Πρέσβης στην Αθήνα Εμανουέλε Γκράτσι, επέδωσε ιδιόχειρα στον Έλληνα Πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά, στην οικία του δεύτερου, στην Κηφισιά, τελεσίγραφο με το οποίο απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο, προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Ελληνικού Βασιλείου (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για τις ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του για τη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική. Μετά την άρνηση του Πρωθυπουργού (το περίφημο  ΟΧΙ), ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις άρχισαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις εισβολής στην Ελλάδα.

Ο ελληνικός στρατός αντεπιτέθηκε και ανάγκασε τον ιταλικό σε υποχώρηση και μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, σχεδόν το ένα τέταρτο του εδάφους της Αλβανίας είχε καταληφθεί από τους Έλληνες. Η αντεπίθεση των Ιταλών, το Μάρτιο του 1941, απέτυχε, με κέρδος μόνο μικρές εδαφικές εκτάσεις στην περιοχή της Χειμάρρας. Τις πρώτες μέρες του Απριλίου, με την έναρξη της γερμανικής επίθεσης, οι Ιταλοί ξεκίνησαν και αυτοί νέα αντεπίθεση. Από τις 12 Απριλίου, ο ελληνικός στρατός άρχισε να υποχωρεί από την Αλβανία, για να μην περικυκλωθεί από τους προελαύνοντες Γερμανούς. Ακολούθησε η συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς, στις 20 Απριλίου και με τους Ιταλούς, τρεις μέρες αργότερα, οι οποίες περαίωσαν τυπικά τον ελληνοϊταλικόγερμανικό πόλεμο.

Η απόκρουση της ιταλικής εισβολής αποτέλεσε την πρώτη νίκη των Συμμάχων κατά των δυνάμεων του Άξονα στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και ανύψωσε το ηθικό των λαών στη σκλαβωμένη Ευρώπη. Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η νίκη των Ελλήνων επηρέασε την έκβαση ολόκληρου του πολέμου, καθώς υποχρέωσε τους Γερμανούς να αναβάλουν την επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης, προκειμένου να βοηθήσουν τους συμμάχους τους Ιταλούς που έχαναν τον πόλεμο με την Ελλάδα. Η καθυστερημένη επίθεση τον Ιούνιο του 1941, ενέπλεξε τις γερμανικές δυνάμεις στις σκληρές συνθήκες του ρωσικού χειμώνα, με αποτέλεσμα την ήττα τους στη διάρκεια της Μαχης της Μόσχας.

 

ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΪΤΑΛΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ

Δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι η Ιταλία υπήρξε μία από τις Μεγάλες Δυνάμεις παλαιότερα που προσπαθούσε να αποκτήσει ηγεμονικό ρόλο στη Μεσόγειο. Το δε φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι είχε συχνά διακηρύξει ή υπονοήσει την πρόθεσή του να δημιουργήσει μια νέα «Ρωμαική Αυτοκρατορία», στο δόγμα "Mare Nostrum" που θα περιελάμβανε και την Ελλάδα.

 
Η απόφαση του Μπενίτο Μουσολίνι να επιτεθεί στην Ελλάδα χωρίς τις απαραίτητες δυνάμεις είχε δύο αιτίες: την βαθιά περιφρόνηση για τους Έλληνες και την εμμονή του να αποδείξει στον Χίτλερ οτι και αυτός μπορούσε να δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα[5].

Ήδη από τη δεκαετία του 1910, τα ελληνικά και ιταλικά συμφέροντα συγκρούονταν, τόσο στην Αλβανία, με το θέμα της Βορείου Ηπείρου, όσο και στα Δωδεκάνησα, τα οποία αποτελούσαν μέρος της ιταλικής επικράτειας. Η Αλβανία ήταν από τη δημιουργία της ένα προτεκτοράτο της Ιταλίας, έναντι του οποίου η Ελλάδα προέβαλε το θέμα των εδαφών της Βορείου Ηπείρου (Νότιας Αλβανίας), τα οποία δεν είχε καταφέρει να αποκτήσει στα πλαίσια της Μεγάλης Ιδέας, παρά την ύπαρξη εκεί συμπαγούς ελληνικής μειονότητας. Περαιτέρω, η Ιταλία κατείχε τα Δωδεκάνησα από το τέλος του ιταλο-τουρκικού πολέμου, το 1912, και παρότι το 1919 είχε υποσχεθεί την παραχώρησή τους στην Ελλάδα (συμφωνία Βενιζέλου - Τιττόνι), εντούτοις αργότερα υπαναχώρησε από την υπόσχεση αυτή. Μικροεπεισόδια μεταξύ των στρατευμάτων των δύο κρατών είχαν σημειωθεί και μετά τη Συνθήκη των Σεβρών, όταν μέρος της Μικράς Ασίας περί την πόλη της Σμύρνης είχε αποδοθεί στην Ελλάδα, ενώ ιταλικές δυνάμεις βοηθούσαν τους Τούρκους εθνικιστές στον αγώνα τους κατά της ελληνικής κατοχής των εδαφών αυτών. Πέραν αυτών, η φασιστική Κυβέρνηση Μουσολίνι χρησιμοποίησε το συμβάν της δολοφονίας του Ιταλού στρατηγού Ενρίκο Τελίνι στα ελληνοαλβανικά σύνορα για να βομβαρδίσει και να καταλάβει την Κέρκυρα, το μεγαλύτερο από τα Ιόνια νησιά. Τα Ιόνια νησιά αποτελούσαν άλλοτε (ως το 1797) βενετική κτήση και παρέμεναν ακόμη στόχος του ιταλικού ιμπεριαλισμού. Ακολούθησε μια περίοδος ομαλοποίησης των σχέσεων των δύο χωρών, ιδίως κατά τη διακυβέρνηση Βενιζέλου (1928-1932), κατά τη διάρκεια της οποίας υπογράφτηκε και το Σύμφωνο Φιλίας Ρώμης (1928), (γνωστό και ως Συμφωνία Βενιζέλου - Μουσολίνι), μεταξύ των δύο κρατών στις (23 Σεπτεμβρίου 1928).

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος έκανε σημαντικές προσπάθειες για την ουσιαστική βελτίωση των σχέσεων της Ελλάδας με όλους τους γείτονές της. Μετά την υπογραφή του Συμφώνου Ελληνοτουρκικής Φιλίας (1930) και του Βαλκανικού Συμφώνου του 1934, η απειλή της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας θεωρείτο ότι είχε εξαλειφθεί. Η Αλβανία ήταν εξαιρετικά αδύναμη για να αποτελεί απειλή, ενώ το Βασίλειο της Γιογκοσλαβίας δεν προέβαλε σοβαρές αξιώσεις επί της Μακεδονίας. Για τους λόγους αυτούς, μόνη πραγματική απειλή για την ελληνική εθνική ασφάλεια κατά τη δεκαετία του 1930 θεωρούνταν η Βουλγαρία και οι αξιώσεις που έτρεφε, ήδη από την εποχή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου έναντι της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης. Έτσι, όταν ο Ιωάννης Μεταξάς ανήλθε στην εξουσία το 1936, τέθηκε σε εφαρμογή σχέδιο αναδιοργάνωσης των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων και της δημιουργίας ισχυρής αμυντικής γραμμής κατά μήκος των ελληνοβουλγαρικών συνόρων. Η αμυντική γραμμή κατασκευάστηκε και ονομάστηκε «Γραμμή Μεταξά».

Τα χρόνια που ακολούθησαν, η Κυβέρνηση Μεταξά έκανε μεγάλες επενδύσεις για την αναδιοργάνωση του στρατού. Αγοράστηκαν νέα όπλα και για τα τρία σώματα, ο στρατός αναβαθμίστηκε τεχνολογικά και οργανωτικά και τις παραμονές του πολέμου δεν είχε καμία σχέση με την εικόνα διάλυσης που παρουσίαζε στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Τέλος, έγιναν σημαντικές προετοιμασίες για το ενδεχόμενο πολέμου, όπως η αποθήκευση πολεμοφοδίων σε διάφορα σημεία της χώρας. Την περίοδο 1935-1939 παραγγέλθηκαν σημαντικές ποσότητες όπλων, τα οποία όμως παραδόθηκαν μόνο εν μέρει ή δεν πρόλαβαν να παραδοθούν ποτέ.

Παρόλα αυτά, το 1940 ο Ελληνικός Στρατός είχε σοβαρές ελλείψεις σε όλμους, μεταφορικά μέσα, αντιαεροπορικό και αντιαρματικό πυροβολικό. Στο ναυτικό και στην αεροπορία, εκτός του πεπαλαιωμένου υλικού, η έλλειψη εξοπλισμού ήταν ακόμα μεγαλύτερη. Επίσης, το στελεχιακό δυναμικό του στρατεύματος είχε αποδυναμωθεί από την απόταξη των αξιωματικών που υποστήριζαν τον Βενιζέλο. Αυτοί οι αξιωματικοί θα μπορούσαν να προσφέρουν στον αγώνα κατά της ιταλικής εισβολής, όπως αποδείχθηκε από την μετέπειτα δράση τους στην Κατοχή. Όμως οι ελλείψεις αυτές δεν επηρέασαν το αποτέλεσμα της αναμέτρησης στο βαθμό που θα περίμενε η ιταλική ηγεσία, καθώς οι συνεχείς κλήσεις και ασκήσεις εφέδρων μετά το 1937 για τη στελέχωση στρατιωτικών μονάδων, η βρετανική συνδρομή σε αεροπορικά μέσα (έστω και μικρή) και η επίταξη 150.000 κτηνών, όπως και αυτοθυσία των χωρικών της Ηπείρου, για την μεταφορά στρατιωτικού υλικού, έλυσαν πολλά από τα προβλήματα.